παραβολη

παραβολη
    παραβολή
    παρα-βολή
    ἥ
    1) сопоставление, сравнение
    

(τῶν βίων Plat.)

    π. καὴ σύγνρισις Polyb. — сопоставление и сравнение;
    παραβολέν ποιεῖσθαι πρός τι Isocr. и ἔκ τινος Arst. — сравнивать с чем-л.

    2) образ, подобие
    

(εἰς τὸν καιρὸν τὸν ἐνεστηκότα NT.)

    3) рит. парабола, аллегорический рассказ, притча Arst., NT.
    4) приближение, сближение
    

παραβολαὴ ἀλλήλων Plat. — взаимное сближение;

    ἐκ παραβολῆς (sc. νεῶν) μάχεσθαι Polyb. — вести ближний бой на море

    5) отклонение (от прямого пути), петля
    

(ἑλιγμοὴ καὴ παραβολαί Plut.)

    6) мат. парабола (коническое сечение)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραβολη" в других словарях:

  • παραβολῇ — παραβολή juxtaposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολή — juxtaposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — η 1. παράθεση, σύγκριση, αντιπαραβολή: Η παραβολή των φωτοαντιγράφων με το πρωτότυπο είναι περιττή και χωρίς νόημα. 2. αλληγορική διήγηση: Η παραβολή του ασώτου. 3. (μαθημ.) είδος καμπύλης γραμμής με ορισμένες ιδιότητες. 4. (ναυτ.) το πλεύρισμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημικυβική παραβολή — Η καμπύλη του επιπέδου με εξίσωση ψ² = αχ³. Βλ. λ. κυβικός …   Dictionary of Greek

  • παραβολῆι — παραβολῇ , παραβολή juxtaposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολαῖς — παραβολή juxtaposition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολαί — παραβολή juxtaposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολῆς — παραβολή juxtaposition fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολήν — παραβολή juxtaposition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολῶν — παραβολή juxtaposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»